Η υπόσχεσή στον Θεό, ενός πρώην φυλακισμένου.

Ονομάζομαι Παναγιώτης. Γεννήθηκα το1955. Στα εφτά μου, πήγα στο δημοτικό. Από τότε άρχισαν στην ζωή μου, να γίνονται παράξενα πράγματα. Άρχισα να κλέβω από το σπίτι μου χρήματα, ενώ στο σχολείο ήμουν καλός μαθητής. Στα τριάντα μέτρα από το σπίτι μου, ήταν η εκκλησία. Ερχόταν κάποιος θεολόγος και μας έκανε κατηχητικό.

Στην Τετάρτη δημοτικού άρχισα να κάνω κοπάνα από το σχολείο.. Και στο σπίτι επέστρεφα αργά 12-1 το βράδυ. Ο πατέρας μου με περίμενε, και τότε με έδερνε αλύπητα. Εγώ δεν έβαζα μυαλό. Αυτό γινόταν μέχρι τα 13 μου. Έκλεβα, ξύλο, πολύ ξύλο. Μίσησα τον πατέρα μου για το ξύλο που μου έδινε. Στα 13 μου, με έστειλε στο αναμορφωτήριο στην Αθήνα. Μία φορά το έσκασα από εκεί. Μόλις πήγα σπίτι ο πατέρας μου με πήγε στην αστυνομία, και με πήγαν πάλι στο αναμορφωτήριο. Αυτό έγινε το 1969. Το Πάσχα, 1970 πέθανε ο πατέρας μου σε ατύχημα. Η μητέρα μου ήταν στην Γερμανία όπου εργαζόταν. Μετά την κηδεία που έγινε στις Σέρρες, ήρθε να με δει η μητέρα μου. Όταν την ρώτησα γιατί φοράει μαύρα ρούχα, άρχισε να κλαίει. Την πίεσα πάρα πολύ, και στο τέλος μου το είπε. Τότε άρχισα να κλαίω, το μίσος που είχα για τον πατέρα μου μετατράπηκε σε αγάπη. Το καλοκαίρι του 1970, πήρα άδεια από το αναμορφωτήριο. Δοκιμαστική άδεια. Δηλαδή, εάν ήμουν καλό παιδί, δεν θα επέστρεφα. Κι’ έτσι έγινε. Το 1971 ήρθε η μητέρα μου από την Γερμανία. Μας πήρε εμένα και τον αδελφό μου και μας έφερε στην Θεσσαλονίκη. Εκεί, άρχισε μια νέα ζωή για μένα και την οικογένεια μου. Το 1975 πήγα στον στρατό, στην αεροπορία. Ο στρατός δεν μου άρεσε. Μετά από πολλές λιποταξίες και φυλακές, πήρα απόφαση να πάρω το απολυτήριο σαν τρελός. Κι’ έτσι έκανα.

Στην Θεσσαλονίκη είχα επίσης μία πρώτη μου ξαδέλφη, η οποία ήτανε μάρτυρας του Ιεχωβά. Οι συγγενείς μου, μου μιλούσαν για τον Θεό. Επειδή μου άρεσε που μου έλεγαν για τον Θεό, αρχίσαμε μια μελέτη. Σιγά-σιγά άρχισα να πηγαίνω και στην εκκλησία τους. Πραγματικά μου άρεσε πάρα πολύ που μιλούσαμε για τον Θεό.

Το 1978. γνώρισα μια κοπέλα, η οποία ήτανε μάρτυρας και αυτή.  Τον Δεκέμβριο του 1978 παντρευτήκαμε. Το 1979 αποκτήσαμε το πρώτο μας παιδί, κοριτσάκι. Το 1981 αποκτήσαμε και το δεύτερο παιδί, αγόρι.

Δυστυχώς, από το 1979 έως το 1981 η εκκλησία που πήγαινα, δεν με τραβούσε τόσο πολύ. Ο Θεός δεν άγγιζε την καρδιά μου. Και κάθε μέρα γινόμουνα χειρότερος, απ’ ότι ήμουνα στα παιδικά μου χρόνια. Τα ναρκωτικά και οι κλοπές μπήκαν ξανά στην ζωή μου. Το 1982 μπήκα στην φυλακή.  Είπα στην γυναίκα μου, να της δώσω διαζύγιο, για να παντρευτεί κάποιον που να αξίζει γι’ αυτήν. Μου είπε, όχι θα με περίμενε. Μετά από πολλά χρόνια φυλακής βγήκα. Τότε ανακάλυψα, ότι η γυναίκα μου με απατούσε. Χωρίσαμε. Εγώ έφυγα για την Ολλανδία. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα κι’ εκεί. Παρά μόνο αλητεία. Επέστρεψα στη Ελλάδα, και ξανά αλητεία. Τα παιδιά μου δεν με θέλανε άλλο, διότι η γυναίκα μου τους έλεγε ότι είμαι αλήτης. Πήγα στην Γερμανία όπου δούλεψα λίγο καιρό, και ξαναγύρισα στην Ελλάδα.

Το 1992 μου μίλησαν για μια γυναίκα, χήρα, της οποίας ο άνδρας πέθανε από καρδιακή προσβολή. Είχε δύο παιδιά. Το πήρα σοβαρά το θέμα. Την γνώριζα από παιδί, και αυτήν και τον άνδρα της. Πράγματι τα βρήκαμε, και μέναμε μαζί.

Αλλά πριν την πάρω αυτήν την γυναίκα, αρρώστησε η μητέρα μου. Έκανε εγχείρηση για καρκίνο. Δυστυχώς μετά τρείς μήνες την πήγαμε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός μας είπε ότι σε δύο τρείς ημέρες θα πεθάνει. Όταν το έμαθα αυτό ράγισε η καρδιά μου. Βγήκα έξω στον διάδρομο, κι άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί. Τότε θυμήθηκα ότι υπάρχει Θεός. Και είπα. Θεέ μου, δεν ξέρω πώς σε λένε, Ιεχωβά ή αλλιώς δεν ξέρω. Σε παρακαλώ, ή θεράπευσέ την, ή πάρε την κοντά σου, κι’ εγώ θα κάνω το θέλημα σου. Και έκλαιγα ασταμάτητα. Μετά δύο μέρες πέθανε.

Το 1993 αποκτήσαμε με την χήρα, ένα κοριτσάκι. Το 1999 χωρίσαμε.

Έφυγα, πήγα στην Θεσσαλονίκη. Έμεινα στον δρόμο, κοιμόμουν στα παγκάκια. Τα βράδια κρύωνα, δεν είχα ούτε μια κουβέρτα για να σκεπαστώ. Από την πείνα άρχισα να ζαλίζομαι, και να χάνω τα λογικά μου. Τότε πήρα την απόφαση, να πάω σε μαγαζιά, όπως πιτσαρίες, μπουγάτσες, και σε μπακάλικα μικρά, να ζητιανέψω όχι χρήματα αλλά λίγο φαγητό για να μην πεθάνω της πείνας. Στα παγκάκια που έμεινα γνώρισα κι’ άλλα παιδιά που ήταν άστεγα. Κάναμε και παρέα μαζί.

Και τότε έμαθα για τα συσσίτια. Και κάποια μέρα πήγα στο στέκι της ελπίδας, όπου είχαν φαγητό τσάι και χριστιανικούς ύμνους.  Άλλη φορά πήγα σε συσσίτιο σε εκκλησία, όπου πρόσφεραν φαγητό, και μας μιλούσαν απ΄ τον λόγο του Θεού. Είδα, ότι μιλάνε διαφορετικά τον λόγο του Θεού από τους μάρτυρες και ακουγα με κάποια προσοχή. Τότε συνάντησα έναν άλλον άστεγο τον Νίκο, και η γυναίκα του μου μιλούσε κι’ αυτή για τον Θεό.

Έκανα παρέα και μ’ έναν αλβανό, και κλέβαμε μαζί κασετόφωνα από αυτοκίνητα, για να τα πουλήσουμε για να πάρουμε ναρκωτικά.

Κάποια άλλη φορά, πήγα σ’ ένα άλλο χριστιανικό στέκι, εκεί κάποιος με το όνομα Παναγιώτης, μας πρόσφερε καφέ, μας μίλησε με αγάπη, και ζήτησε να προσευχηθούμε. Εγώ το έκανα, και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Την Κυριακή το πρωί, ήμουνα στην εκκλησία, και με μία Αγία Γραφή στα χέρια άκουγα το μήνυμα. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα. Τότε κάτι παράξενο συνέβη. Είδα τα δάκρυα μου που όταν πέφτανε ήταν σαν χιόνι, αλλά κάτω δεν υπήρχε ούτε μια σταγόνα. Στο τέλος προσευχήθηκα και ζήτησα να γνωρίσω τον Ιησού Χριστό. Μετά απ΄ αυτό, ένοιωθα την ψυχή μου ελεύθερη. Την επόμενη μέρα ήμουν μόνος. Είχα ένα τσιγαριλίκι, και την ώρα που το άναψα, ξαφνικά ήρθε μία λάμψη, και μία μορφή παρουσιάστηκε μπροστά μου. Το πρόσωπο αυτό καθόταν κάτω, και ξαφνικά σήκωσε το χέρι του, και κοιτώντας προς το στέκι της ελπίδας μου είπε. Παναγιώτη πήγαινε και μελέτα τον λόγο μου.  Έμεινα άναυδος. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Η μορφή χάθηκε. Εγώ πήγα στο στέκι και διηγήθηκα στον υπεύθυνο τι μου συνέβη, ο οποίος μου είπε γεμάτος χαρά ότι ήταν ο Κύριος. Την επόμενη ήμουν και πάλι μόνος, μέσα στο βαγόνι που έμενα. Και αναρωτιόμουν, πώς εγώ κόλλησα εκεί, μέσα στην βρωμιά, και τα ναρκωτικά. Ξαφνικά έπεσα στα γόνατα, και άρχισα να προσεύχομαι, και να ζητάω από τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες μου. Τότε ένοιωσα μια δύναμη μέσα, και ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου. Ήταν η αναγέννηση μου. Το βράδυ που έπεσα να κοιμηθώ, είδα από μέσα μου να βγαίνουν μαύροι καπνοί, και ν’ ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Όλο το βράδυ φώναζα το όνομα του Ιησού και τον Θεό. Το πρωί που ξύπνησα ήμουν άλλος άνθρωπος.  Αργότερα μία μέρα καθώς πήγαινα στην δουλειά, μία δύναμη με πλημμύρισε, λες και η ψυχή μου ανέβηκε στον ουρανό, και συγχρόνως τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα. Ήταν το Άγιο Πνεύμα. Γύρισα πίσω και προσευχόμουνα. Μετά λίγες μέρες άρχισα να βλέπω και ενύπνια και οράματα. Ο Θεός μου έδωσε δουλειά, πήρε και τα ναρκωτικά.

Μετά από καιρό το 2003 γνώρισα την Πόπη. Της μίλησα για μένα, και της μίλησα για τον Θεό. Το λάθος μου ήτανε ότι έκανα σχέση μαζί της. Την πήρα μαζί μου στην εκκλησία, αλλά μετά ντρεπόμουν να ξαναπάω.

Το 2004 έχασα την δουλειά μου. Τον άλλο χρόνο, έπαθα τρία εμφράγματα. Όταν φεύγεις από τον Θεό, πολλά μπορείς να πάθεις. Έχασα την δουλειά μου, έπαθα και έμφραγμα. Με πήρε η κατηφόρα. Η καρδιά μου πάγωσε, σκλήρυνε. Με το παραμικρό γινόμουν κακός. Άρχισα τα ναρκωτικά. Όταν θυμόμουν τον Θεό, έκλαιγα, και του έλεγα, Θεέ μου στείλε μου έναν αδελφό να με πιάσει από το χέρι και να με φέρει κοντά σου.  Άρχισα να πουλάω ναρκωτικά. Αλλά θυμήθηκα τον Θεό, και έκλαψα. Πήρα τηλέφωνο ξανά τον Πάρι που μου είχε μιλήσει για τον Χριστό. Ερχόταν μ’ έβλεπε συχνά και προσευχόμασταν, και με οδήγησε σε μια άλλη συπροσευχή με πολλά άτομα, και χάρηκα πολύ.

Από τότε άρχισα να πηγαίνω και πάλι εκκλησία. Και Κυριακή και Τετάρτη. Είχα ζητήσει από τον Θεό, να στείλει ένα άτομο για να με βοηθήσει, και ο Κύριος το έκανε. Αλλά και η Πόπη βλέποντας την αλλαγή μου, παραξενεύτηκε. Μ ‘ άκουγε να ψάλλω, κι έψαλε κι’ αυτή. Σε λίγο ο Θεός μου βρήκε σπίτι, χωρίς να πληρώνω ενοίκιο. Δοξάζω τον Θεό, που μας αγαπά τόσο πολύ. Τώρα είμαι καθαρός, κοντά στον Θεό, στην εκκλησία, και στην αγάπη του. Ο Θεός να μας ευλογεί, και ν’ είμαστε πάντα κοντά του.