Πυροβόλησα αλλά τίποτε δεν συνέβη…

Ζούσα σε μια οικογένεια, όπου είχα πάρα πολλά προβλήματα.

Ο Πατέρας μου ήταν σκληρός άνθρωπος, και συνέχεια είχαμε μαλώματα. Όταν μεγάλωσα, μπλέχτηκα με άτομα με ναρκωτικά, διότι οι ανησυχίες πού είχα μέσα μου, εκδηλώθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο. Ψαχνόμουνα, και δύο, τρείς φορές με κέρασαν, και άρχισα και συνέχισα. Και μετά, όταν γύρισα από τον στρατό, επειδή δεν είχα ούτε δουλειά, ούτε τίποτε, άρχισα να κλέβω, αυτοκίνητα, …τα πάντα. Και σ’ αυτό τον τρόπο ζωής, συνέχεια εμφανίζονται μπροστά σου εχθροί, δημιουργούνται καυγάδες, και ο σατανάς γεμίζει την καρδιά με πικρία.

Και τότε, όταν ήμουν στα ναρκωτικά, κάποιος μου μιλούσε για τον Χριστό, Οι φίλοι μου, του ζητούσαν να σταματήσει, αλλά εγώ του έλεγα , να συνεχίσει να μας μιλάει. Και όταν κάποτε πήγα στην ορθόδοξη εκκλησία, και είχα τα ναρκωτικά στη τσέπη, τα έβγαλα, τα έκρυψα, άναψα ένα κερί, και μετά τα ξαναπήρα. Και σκέφτηκα, ο Θεός είναι Άγιος, εγώ αμαρτωλός, τι σχέση έχει Αυτός μαζί μου. Στο σπίτι μου είχα μπαχτσέ, και είχα φυτέψει όλο ναρκωτικά. Ο πατέρας μου, και η μητέρα μου, είπαν να τα βγάλουμε, αλλά εγώ είπα ότι αν κάνανε κάτι χωρίς να συμφωνώ θα μαλώναμε.

Ακόμη, είχα πολύ πικρία στην καρδιά μου, και ήθελα να σκοτώσω κάποιον. Δυσκολεύτηκα όμως να τον σκοτώσω, γιατί σκέφτηκα ότι θα με πιάσουν και θα πάω φυλακή και μέχρι να το αποφασίσω πέρασαν δύο χρόνια. Μετά τα δύο χρόνια αποφάσισα να τον σκοτώσω, και να σκοτώσω και τον εαυτό μου. Και ετοίμασα όπλο κλπ. Και όταν ήθελα εκείνη την ημέρα να βγω από το σπίτι μου, και πλησίασα την πόρτα, δεν μπορούσα ν’ ανοίξω την πόρτα. Ένοιωθα να καίγομαι, δεν άντεχα στα πόδια μου, και έπεσα στα γόνατα, και προσευχήθηκα και είπα.

Θεέ μου, ξέρω ότι ζωή δίνεις εσύ στους ανθρώπους. Απλά συγχώρεσε με, αλλά θα πάρω την ζωή αυτού του ανθρώπου. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, και είπα στο Θεό, ένας φίλος έγινε πλούσιος, ό άλλος έχει σπίτια, ό άλλος μαγαζιά, ο άλλος παντρεύτηκε, ο άλλος βρήκε δουλειά. Εγώ δεν έχω τίποτε, για ποιό λόγο ζω, Ποιος είσαι Ιησού Χριστέ. Αν υπάρχεις, δείξε μου να ξέρω, και τι θέλεις. Κι’ έτσι πέρασε μισή ώρα, κι’ εγώ έκλαιγα και είπα στον Θεό ότι είχα στην καρδιά μου. Και όταν σηκώθηκα είχε βγει από μέσα μου η επιθυμία να σκοτώσω, και δεν κατάλαβα πως έγινε αυτό.

Μετά είχα ένα φίλο, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε πιστέψει στο Χριστό, και πήγαινε εκκλησία. Και πήγα μαζί του μια, δύο φορές. Και όταν μπήκα μέσα, πάλι ξεκίνησα να κλαίω μέχρι να βγω. Και αποφάσισα να σταματήσω τα ναρκωτικά αλλά δεν μπορούσα και πολεμούσα ενάμιση μήνα. Και μια μέρα είπα στον εαυτό μου, αν δεν μπορείς να τα κόψεις πρέπει να πεθάνεις. Και έκανα μαζί τρία, τέσσερα δυνατά ναρκωτικά για να πεθάνω. Και όλα μαύρισαν μπροστά μου, και δεν ένοιωθα τίποτα. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, και πάλι μπόρεσα να δω μπροστά μου, μάζεψα ότι είχα στο τραπέζι, πήγα στην τουαλέτα, και στο όνομα του Ιησού Χριστού τα πέταξα όλα. Πήγα στον μπαχτσέ, έβγαλα όλα τα φυτά, πήρα τηλέφωνο στους φίλους μου και τους είπα. Ελάτε, πάρτε τα όλα, δεν θέλω τίποτε. Και όταν ήρθαν οι φίλοι μου είπαν. Τρελάθηκες τι κάνεις; Και εγώ είπα, αυτά είναι δουλειά του σατανά, τέλος δε θέλω άλλο. Και φύγανε. Και από εκείνη την στιγμή ο Κύριος μ’ ελευθέρωσε. Και από τότε μισώ τα ναρκωτικά.

Ξεκίνησα να πηγαίνω εκκλησία με τον φίλο μου, αλλά μετά πάλι έπεσα πνευματικά. Ζούσα πολύ δύσκολα, δεν είχα λεφτά, δουλειά τίποτε, και στην καρδιά μου γεννήθηκε πάλι η επιθυμία να σκοτώσω.

Και πήρα το όπλο, και βγήκα να συναντήσω εκείνο το άτομο, και όταν τον βρήκα, μιλούσαμε, και κρατούσα το όπλο μπροστά στο πρόσωπό του. Και συμφωνήσαμε μαζί, και εγώ τότε δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Και έστρεψα το όπλο λίγο δεξιά, και πυροβόλησα δύο, τρείς φορές, αλλά σφαίρα δεν βγήκε. Και άκουσα φωνή Θεού τότε. Εάν Εγώ δεν θέλω να κάνεις κάτι, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε. Και ξεκίνησα πάλι να κλαίω, και ξεκίνησα και έτρεχα.

Μετά ο Θεός συνέχισε να δουλεύει στην ζωή μου, και μια μέρα μου είπε. Πόσες φορές θέλεις να με τρυπήσεις. Να ξέρεις, ότι όσες φορές και να με τρυπήσεις από Μένα θα βγει αγάπη, γιατί μέσα μου είμαι αγάπη. Κι εγώ κατάλαβα, ότι αν ένα τσουβάλι έχει άμμο, ένα άλλο σιτάρι, ένα άλλο ζάχαρη, και κάποιος τρυπήσει το κάθε τσουβάλι, θα βγει από το καθένα ότι έχει μέσα. Αν τον Ιησού τρυπήσεις θα βγει αγάπη.

Μετά όταν έπεσα πάλι στην αμαρτία, ένοιωθα ότι δεν είμαι άξιος να πάω στην εκκλησία. Είπα να πάω να τους χαιρετήσω και να φύγω. Και κάθε φορά, όταν έμπαινα μέσα στην εκκλησία, η φωνή η γλυκιά του Θεού, μου έλεγε σ’ αγαπώ.

Και μέχρι τώρα, αυτή η φωνή με κρατάει. Και θα κρατήσει μέχρι τον ουρανό. Για την δόξα την δική Του. Αμήν. Δόξα τον Θεό. Και μην ξεχάστε ο Ιησούς σας αγαπά.

Φρέντυ.