Η Θεραπεία στην Καινή Διαθήκη.

article-image

Η Θεραπεία της  συγκύπτουσας  γυναίκας. Και το Σάββατο ο Ιησούς δίδασκε σε μία από τις συναγωγές.  Και να μια γυναίκα είχε πνεύμα ασθένειας 18 χρόνια και ήταν κυρτωμένη,  και δεν μπορούσε να σηκωθεί ολοκληρωτικά όρθια. Ο Ιησούς βλέποντας την, φώναξε, και της είπε. Γυναίκα, είσαι ελευθερωμένη από την ασθένεια σου. Και έβαλε επάνω της τα χέρια, και αμέσως ανορθώθηκε, και δόξαζε τον Θεό. Κατόπιν ο Ιησούς είπε. Και αυτή, την οποία ο σατανάς την έδεσε 18 χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτό το δέσιμο;  Και όλο το πλήθος  χαιρόταν για όλα τα ένδοξα έργα που γινόταν απ’ αυτόν.    (Λκ 13/10-13).

Η θεραπεία της αιμορροούσας  γυναίκας. Και μια γυναίκα που για 12 χρόνια είχε αιμορραγία, η οποία δαπάνησε σε γιατρούς ολόκληρη την περιουσία της, καθώς  πλησίασε από πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ιματίου Του, και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Και ο Ιησούς είπε. Κάποιος με άγγιξε, επειδή εγώ κατάλαβα ότι δύναμη βγήκε από εμένα. Και η γυναίκα πέφτοντας μπροστά Του, του ανήγγειλε για πια αιτία τον άγγιξε, και ότι αμέσως γιατρεύτηκε. Και εκείνος  της  είπε. Θυγατέρα μου, έχε θάρρος, η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε σε ειρήνη.  (Λκ 8/43-48).

Η θεραπεία της θυγατέρας της Χαναναίας. (Ελευθερία από δαιμόνια.) Και ο Ιησούς βγαίνοντας από εκεί, αναχώρησε. Και να μια γυναίκα Χαναναία, που βγήκε από εκείνα τα όρια του τόπου, κραύγαζε σ’ αυτόν λέγοντας. Ελέησε με, Κύριε, γιε του Δαβίδ, η θυγατέρα μου δαιμονίζεται σκληρά. Και εκείνος δεν της αποκρίθηκε ούτε έναν λόγο. Και οι μαθητές του ερχόμενοι κοντά τον παρακαλούσαν λέγοντας. Απόλυσε την, επειδή κράζει από πίσω μας.  Κι εκείνος αποκρινόμενος είπε. Δεν στάλθηκα παρά μονάχα στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ. Κι εκείνη καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε λέγοντας. Κύριε βοήθα με.  Κι αποκρινόμενος είπε. Δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια.    Κι εκείνη είπε. Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους.  Τότε, ο Ιησούς αποκρινόμενος είπε σ’ αυτήν. Ω γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου ας γίνει σε σένα όπως θέλεις. Και η θυγατέρα της  γιατρεύτηκε από εκείνη την ώρα.  (Μθ 15/21-28).

Βλέπουμε στην πρώτη περίπτωση της συγκύπτουσας, ότι  ο Ιησούς είδε την γυναίκα που υπέφερε, και την θεράπευσε. Απλά από ευσπλαχνία, έκανε εκείνος το πρώτο βήμα. Εκείνη ίσως να είχε πίστη ότι ο Θεός μπορεί να την θεραπεύσει, και να μην γνώριζε ποιος ήταν ο Ιησούς, ή να δίσταζε. Εμείς δεν γνωρίζουμε τι είχε στην καρδιά της. Αλλά ο Ιησούς το γνώριζε.   Στην δεύτερη περίπτωση της αιμορροούσας, βλέπουμε ότι αυτή η γυναίκα έλαβε την θεραπεία  από μόνη της,  διά πίστεως, χωρίς καν να το γνωρίζει ο Ιησούς. Διότι,  είχε σκεφτεί, ότι, και αν ακόμη αγγίξω τον ιμάτιο του, θα σωθώ. (Μκ 5/28). Και στην τρίτη  περίπτωση, της Χαναναίας  που ζητούσε ελευθερία για την θυγατέρα της, βλέπουμε ότι ο Ιησούς, επειδή ήθελε να δοκιμάσει την πίστη της, όχι μόνο δεν την θεράπευσε αμέσως, αλλά προσποιήθηκε ότι στην περίπτωσή της υπάρχει κάποιο εμπόδιο. Εκείνη όμως δεν πτοήθηκε αλλά επέμενεμ διεκδικώντας την ευλογία για την θυγατέρα της. Ώστε καταλαβαίνουμε, ότι όταν υπάρχει πίστη, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο.

 Ο Ιησούς θεραπεύει δύο τυφλούς. (Μθ 9/27-29). Κι ενώ αναχωρούσε  από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντας και λέγοντας. Ελέησέ μας, γιέ του Δαβίδ. Και όταν μπήκε στο σπίτι, οι τυφλοί τον πλησίασαν και ο Ιησούς τους λέει. Πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω αυτό; Του λένε, ναι  Κύριε. Τότε άγγιξε τα μάτια τους λέγοντας. Σύμφωνα με την πίστη σας, ας γίνει σε σας.  Και ανοίχτηκαν τα μάτια τους.

Η θεραπεία του δαιμονισμένου νέου. . (Μθ 17/14-21). Και όταν ήρθε ο Ιησούς με τους μαθητές  προς το πλήθος, τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος γονατίζοντας σ’ αυτόν και λέγοντας. Κύριε ελέησέ μου τον γιό, γιατί παθαίνει σεληνιασμό, και υποφέρει φοβερά, επειδή πέφτει στην φωτιά και πολλές φορές στο νερό, και τον έφερα στους μαθητές σου, αλλά δεν μπόρεσαν  να τον θεραπεύσουν. Και αποκρινόμενος ο Ιησούς είπε. Ώ γενεά, άπιστη και διεστραμμένη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας. Μέχρι πότε θα σας υποφέρω. Φέρτε τον εδώ σε μένα. Και ο Ιησούς το επιτίμησε, και το δαιμόνιο βγήκε απ’ αυτόν, και το παιδί θεραπεύτηκε από εκείνη την ώρα.  Τότε, καθώς οι μαθητές πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ιησού, είπαν. Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε; Και ο Ιησούς είπε, σ’ αυτούς. Εξαιτίας της απιστίας σας, επειδή, σας διαβεβαιώνω. Αν  έχετε πίστη σαν έναν κόκκο από σινάπι, θα πείτε σ’ αυτό το βουνό. Πήγαινε από εδώ εκεί, και θα πάει, και δεν θα είναι σε σας τίποτε αδύνατο, τούτο μάλιστα το γένος δεν βγαίνει, παρά μονάχα με προσευχή και νηστεία.

Η θεραπεία του ανθρώπου με το ξερό χέρι. (Μθ 12/10-13). Και κατόπιν ο Ιησούς ήρθε στην συναγωγή. Και να εκεί, ήταν ένας άνθρωπος που είχε το χέρι του παράλυτο. Και τότε ο Ιησούς λέει στον άνθρωπο. Τέντωσε το χέρι σου, και το τέντωσε και αποκαταστάθηκε υγιές όπως το άλλο.

Η θεραπεία του παράλυτου.  (Μκ 2/3,4,5,12).   Και έρχονται στον Ιησού, φέρνοντας έναν παράλυτο, που βαστάζονταν από 4 ανθρώπους. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξ’ αιτίας του πλήθους, χάλασαν την στέγη όπου ήταν, και κάνοντας ένα άνοιγμα, κατεβάζουν το κρεβάτι επάνω στο οποίο ήταν ο παράλυτος. Βλέποντας δε ο Ιησούς την πίστη τους, λέει στον παράλυτο. Παιδί μου, οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες… Και αμέσως σηκώθηκε, και αφού πήρε το κρεβάτι, βγήκε έξω μπροστά σε όλους, ώστε όλοι εκπλήττονταν και δόξαζαν τον Θεό.

Η θεραπεία του λεπρού. (Μθ 8/1,2).   Και μπροστά στον Ιησού ήρθε ένας λεπρός και τον προσκυνούσε λέγοντας. Κύριε, αν θέλεις μπορείς να με καθαρίσεις. Και ο Ιησούς απλώνοντας το χέρι, τον άγγιξε λέγοντας. Θέλω να καθαριστείς. Κι αμέσως η λέπρα του καθαρίστηκε.

Ασθενείς και πάσχοντες θεραπεύονται.  (Λκ 6/18,19). Και ολόκληρο το πλήθος,  όσοι είχαν αρρώστιες, και όσοι ενοχλούνταν από ακάθαρτα πνεύματα, ζητούσαν να τον αγγίξουν, επειδή έβγαινε απ’ αυτόν δύναμη, και τους γιάτρευε όλους.

Σ ’όλες αυτές τις  περιπτώσεις ο Ιησούς πάντοτε θεράπευε και ελευθέρωνε. Διότι ο Θεός τον είχε χρίσει με Πνεύμα Άγιο και με δύναμη, ο οποίος πέρασε ευεργετώντας και θεραπεύοντας  όλους εκείνους που καταδυναστεύονταν από τον διάβολο, επειδή ο Θεός ήταν μαζί του. (Πρξ 10/38).